Πέμπτη, Δεκεμβρίου 18, 2008

Angelus Novus


Τρομερό τι ακούγεται, τι λέει ο κόσμος, τι σκέφτεται με αφορμή τα "δεκεμβριανά" της Αθήνας του 2008. Αποκαλυπτικό τι βγαίνει στη φορά, τι καταβολές και τι ένστικτα ξεφουρνίζει ο καθένας. Φοβερό πως καταφέρνουν αυτά τα γεγονότα να μας εκθέτουν έτσι, να σπρώχνουν, σαν ένα πρωτόγνωρο, παράξενο είδος ψυχανάλυσης, τον καθένα μας να προδώσει τι είναι, από που έρχεται και τι θελει να γίνει, αυτός και η ιδια η κοινωνία γύρω του. Ξεπηδάει ασυγκράτητη απο τις άκρες των δαχτύλων μας και από τα μάτια μας η ποιότητα μας, το υλικό από το οποίο είμαστε φτιαγμένοι. Άλλοι βλέπουνε ενα παιδί που πέθανε σα σκυλί στο πεζοδρόμιο και δακρύζουνε, κι άλλοι δέκα σπασμένα καταστήματα. Άλλοι βλέπουνε έφηβους που ζητάνε πίσω το δικαίωμα τους να ονειρεύονται κι άλλοι "μαλακισμένα" που θέλουνε να τα σπάσουνε. Πρωτοφανές πως τα γεγονότα αυτά κατάφεραν να μας βάλουν σε τέτοια debates, σε τέτοιες αναζητήσεις προσωπικές, φιλοσοφικές, κοινωνικές, πολιτικές. Μέχρι και 2-3 πράγματα παραπάνω μάθαμε για μερικούς νόμους, μέχρι και λίγη περισσότερη πρόσφατη ιστορία διδαχθήκαμε με μερικά ψαξίματα στο google, για να μπορέσουμε να σταθούμε αξιοπρεπώς στις συζητήσεις. Όλοι ψάχνονται, πάνε να δούνε τι διάολο συνεβη, τι συμβαινει.

Κανείς δεν ξέρει τι είναι αυτό, τι να κάνει με αυτό, οι δημοσιογράφοι, οι διανοούμενοι και οι άνθρωποι που σκέφτονται το πιάνουν από δω και από κει να το βάλουν σε λόγια και θεωρίες, κάποιοι άλλοι το φοβούνται, άλλοι δε το θέλουνε, άλλοι το θέλουνε όπως θέλουνε να είναι.. λες και μπορεί να είναι κατά παραγγελιά.. Κάποιοι φίλοι μου με κοροίδευαν που πήγα το προηγούμενο Σάββατο στο Σύνταγμα το μεσημέρι, λέγανε πως δεν συμμετέχουν επειδή τους ενοχλούν οι μαθητές που δεν ξέρουνε καν τι λένε, τους ενοχλούνε οι δημοσιογράφοι και τα κανάλια, τους ενοχλούν τα κόμματα, τους ενοχλεί η βία και τα σπασμένα μαγαζιά.

Όμως μια εξέγερση γίνεται απότομα, απρόβλεπτα, έχει παράπλευρες απώλειες και τη βρωμιά του ακατέργαστου και του αυθόρμητου. Αυτή εδώ η εξέργεση κάποιες φορές εκφράστηκε ειρηνικά, πολιτισμένα, με παρρησία, πλάνο, ψυχραιμία. Άλλες φορές άτσαλα, συγκεχυμένα, σαχλά, κακόγουστα, υστερικά, βίαια. Αλλά εκφράστηκε.

Ακόμα και μαζί με την προβοκάτσια, ακόμα και μαζί με τους απελπισμένους μετανάστες και τα κλεφτρόνια που κάνανε πλιάτσικο, ακόμα και μαζί με τους συντηρητικούς, βαριεστημένους πολίτες που σαν βασιλόφρονες γέροι (αλλά, δυστυχώς, κάποιες φορές καθόλου γέροι στην ηλικία) αναπολήσανε στρατούς και χούντες τρώγοντας το παραμύθι, ακόμα και μαζί με τα 15χρονα που μπορεί να μην ξέρουνε όλα τους τι ακριβώς λένε, αλλά ξέρουν καλα τι νοιώθουν. Τόσα παιδάκια στα 15 τους με λυπημένες φάτσες - "θλιμμένοι σα γέροντες" όπως είπε σε μια καταπληκτική συνεντευξη και ο συγγραφέας Σωτήρης Δημητρίου - και φράντζες να τους κρύβουν τα μάτια ούτε στα 80ς δε βλέπαμε. Μέχρι και οι κιουράδες τότε χορεύανε χαρούμενοι στο Green Door, μέχρι και τα γλυκανάλατα slow μας έκαναν να ερωτευόμαστε.

Έστω και έτσι, άμορφα, υπερβολικά, μπουρδουκλωμένα, κάτι κουνήθηκε. Κάποια αντανακλαστικά - επιτέλους - λειτούργησαν. "Ήταν ώρα" έλεγε προχθές το βράδυ ο Μπάμπης στο Guru. Δυστυχώς με τίμημα τη ζωή ενός γλυκού παιδιού. Αλλά αν δεν ήταν ο Αλέξης θα ήταν κάποιος άλλος, κάτι άλλο. Το δράμα που θα μας ξύπναγε από την αποβλάκωση μοιάζει σαν να είχε αναγγελθεί καιρό τώρα.

Έστω και με αυτόν τον ατσουμπαλο, τον άχαρο τρόπο είναι σαν να γράφτηκε ιστορία αυτές τις μέρες στην Αθήνα. Και πολλές φορές δεν ήταν καθόλου ατσούμπαλος αυτός ο τρόπος. Ήταν συγκινητικός, ουσιώδης, εποικοδομητικός. Όπως στην Ερμούπολη που οι αστυνομικοί άφησαν κάτω τα πηλήκια και στήθηκαν αυτόβουλα μπροστά σε ένα πλήθος 1000 ατόμων για ενός λεπτού σιγή, κάνοντας τους διαδηλωτές να σκύψουν το κεφάλι και να διαλυθούν ειρηνικά - κάτι που οι κολλημένοι αριστεριστές φυσικά δεν θα το κάνουνε πότε πρωτοσέλιδο και κάτι που εχει να μας πει πολλά για το αν χρειάζονται όπλα και χημικά οι αστυνομικοί, και γιατί τελικά τα έχουν και τα χρησιμοποιούν. Όπως στο Σύνταγμα που το Σάββατο η στρατιά των Vans και των hoodies παρατάχθηκέ, ενας προς ενας, μπροστά στους αστυνομικούς και πιάσανε κουβέντα μαζί τους - σαν νέοι άνθρωποι που προσπαθούν να δούνε τι σκατά συμβαίνει - και κάποιοι, πίσω από τα χαρακωμένο πλεξιγκλάς εκφράσανε τη λύπη τους για τη δολοφονία, ενώ άλλοι ζήτησαν στα κλεφτά συγνώμη. Όπως με την τόσο ενδιαφέρουσα και συγκινητική ρητορεία που διατυπώθηκε από τόσους καλούς δημοσιογράφους, αλλά και από αυτήν που ακούστηκε στα σαλόνια των σπιτιών, στα τηλεφωνήματα, στα καφέ, στα μπλογκ, στα κεφάλια των ανθρώπων. Όπως με το chain reaction που προκλήθηκε στον πλανήτη, το οποίο κάτι μου λέει πως δεν έχει καθόλου τελειώσει. Όλοι προβληματίστηκαν. Όλοι ξεκουνηθήκανε. Όλοι στίψανε το κεφάλι τους να απαντήσουνε στην πρόκληση που τους έθεσε ο συνομιλητής τους, "η άλλη όχθη", ακόμα και αν αυτή εξέφραζε απόψεις αδαείς, συντηρητικές, ανατρεπτικές, βαρετές, προκλητικές.

Φαίνεται πως κάτι αλλάζει αυτή τη φορά. Φαίνεται πως τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει τα πράγματα από το να αλλάζουν. Μπορεί να λιμνάσουν για λίγο, αλλά, μετά, από μόνα τους, αλλάζουν, όταν αυτά ξέρουν ότι πρέπει να αλλάξουν. Σαν να είναι χαοτικό σύστημα με θαυμαστή τεχνητή νοημοσύνη η κοινωνία μας, μεταλλάσσεται και προχωράει. Μπορεί να αδρανεί και να αργεί, αλλά το κάνει. Τουλάχιστον το ελπίζω. Ελπίζω οτι προοδεύει μέσα από τις αποτυχίες της και τα λάθη της, και παρασύρεται από την "ακαταμάχητη καταιγίδα που φυσάει από τον παράδεισο", που ο Walter Benjamin ονόμασε "πρόοδο", εμπνεόμενος από τον "Angelus Novus" του Paul Klee.

Μέσα στις απώλειες, την ασάφεια και τον καπνό κάτι μοιάζει να έχει αρχίσει να αλλάζει. Κι αυτή τη φορά η ίδια η συγκυρία, τα ίδια τα γεγονότα διψάνε για μια αντίδραση, μια εξήγηση, μια θεωρητικοποιηση ενός άλλου είδους, λιγότερο αναμενόμενη και προφανή. Οι κολλημένες απόψεις μοιάζουνε να μπάζουνε, τα τσιτάτα, οι κορώνες, οι ξύλινες γλώσσες και τα ίδια και τα ίδια δεν περνάνε. Σαν τα πράγματα να έχουνε περισσότερες απαιτήσεις από μας, σαν να μας ζητούν να εξελιχθουμε μαζί τους μέσα από κάποια παράξενη φυσική επιλογή. Κάτι συμβαίνει, κάτι διαφορετικό, που δε φαίνεται να το ξέρουμε. Μακάρι να το πάρουμε στα χέρια μας και να το κάνουμε κάτι καλό. Mακάρι να εκμεταλλευτούμε την πρόκληση του.

Δευτέρα, Ιουλίου 02, 2007

Ο έφηβος στην Αθηναίων Εφήβων



Αύτό το κείμενο γράφτηκε περίπου 2 χρόνια πριν, την 13η Ιουνίου του 2005. Το είχα σβήσει απο αυτό το blog και το ξαναδημοσιεύω πάλι παρακάτω επειδή το ανέσυρα από τα αζήτητα και με συγκίνησε. Πάντα η ανάμνηση αυτών των περασμένων στιγμών ενός απόγευματος που δε θα ξανάρθει ποτέ σε γεμίζει με νοσταλγία. Κάπου αναφέρω και την Πάρνηθα. Τι ανεκτίμητη πολυτέλεια να την κοιτάω και να ξέρω οτι είναι εκεί ανέπαφη, ολόκληρη, ζωοφόρα.

Σημερα στο Λυκαβηττό τα παγκάκια ήταν σπασμένα. Ανακάλυψα οτι υπάρχει μια μικρη υποδομή για να κυλάει ενα ρυάκι : ενα αυλάκι απο πέτρα με μικρές ξύλινες γέφυρες. Τις θυμάμαι απο παλιά τις γεφυρούλες - από εφηβικές εξορμήσεις (με άλλα λόγια κοπάνες απο το σχολείο) στο Λυκαβηττό, αλλά δεν είχα προσέξει οτι είναι φτιαγμένες πάνω απο το αυλάκι.Αποφάσισα να πάω να τρέξω γύρω στις 6 το απόγευμα. Είχα ξυριστεί (μετα από συμβίωση με μούσι για αρκετούς μήνες), είχα ντουζαριστεί, έβαλα και τα καινούρια trainers και όταν βγήκα και ανέβαινα τα σκαλάκια προς την Στρατιωτικού Συνδέσμου ένοιωσα πιο new age παρά ποτέ στη ζωή μου. Αν ήμουν σε σκηνή σε ταινία θα έπαιζε στο background το "Αs Τears Go By" της Marianne Faithfull.

Ένα ζευγάρι τουριστών είχε μόλις ξεμυτίσει απο το St. George Lycabettus και με χάρτες της Αθήνας στα χέρια ψαχνάνε που θα πάνε. Σκαρφάλωσα στα χώματα και σε λίγη ώρα ακουγα μόνο την αναπνοή μου στο χωματινό δρομάκι δίπλα στις γέφυρες.

Ψυχή τριγυρω, αραια και που μόνο 2-3 περιπάτητες με τους σκύλους τους. Ωραία ώρα - ο ήλιος πήγαινε να δύσει και τα έκανε όλα πορτοκάλι. Ακτίνες που φωσφορίζαν θερμά φώτιζαν τα δέντρα, τις πέτρες, το δρομάκι. Αρχισα ανάβαση και έφτασα στους Αγιους Ισίδωρες. Κάποιο μυστήριο ετελείτο εκει πάνω. Πήγα να μπω, και είδα μια παπαδοπινακίδα να μου λεει οτι πρεπει να ειμαι ευπρεπως ντυμενος για να "προσέλθω στο χώρο". Πήγα προς την πράσινη τέντα. Ο ήλιος στα τελευταία του, κάπου ανάμεσα στην κορυφή του Αιγάλεω και της Πάρνηθος. Πλάγιο, καθαρό, πορτοκαλί φως που έφτιαχνε σκιες και διαγράμματα, όλα ξεκάθαρα, απόλυτα, ακέραια και αιώνια. Η θάλασσα σαν να είναι μια βουτιά στον αέρα απόσταση. Η Αίγινα πυκνοκατοικημένη και τα καράβια σχίζαν τα νερά. Παρακάτω οι Φλέβες, η ακτή της Πελοποννήσου, ίσως και η Ύδρα. Τα δέντρα στον Εθνικό Κήπο σε όλες τις αποχρώσεις του πράσινου. Πιο πέρα η πράσινη τέντα. Ερείπια. Μάλλον την ανακαινίζουν. Θα κάνουν κάνα έκτρωμα όπως στο καφενείο της Δεξαμενής?

Πίσω απο την τέντα μια μικρή άγνωστη περιοχή με μια παρέα ή οικογένεια να τρώει με τα σκυλιά της κάτω απο τον γκρεμό. Απο πάνω ο απολύτος βράχος, "μοναστικός" όπως τον χαρακτήριζε ο Momus σ'ενα τραγούδι του, η "So mediterannean!" όπως τον αποκάλεσε ένας άγγλος φίλος όταν τον είχε επισκεφτεί. Στάθηκα και χάζεψα 2-3 ρετιρέ. Ένα με μια μικρή πισίνα. Αποφάσισα να ξαναρχίσω το τρέξιμο.

Έτρεξα πάνω απο τον περιφερειακό απο την πλευρά της Νεαπόλεως σε αργό ρυθμό. Στάθηκα για να δω ενα εκπληκτικο διαμέρισμα-μεζονέτα με ταράτσα-βεράντα απο πάνω. Χάζευα. Μετα είδα οτι 2 ζευγάρια απο μεσήλικες ήταν καθισμένοι σε πάγκους με μαξιλάρια και με κοίταζαν που κοίταζα. Κάναμε σαν τους σκύλους που μυρίζονται. Μετά το αλλοκοίταγμα, ένας απο αυτούς συνέχιζε να μιλάει. Είχε το υφος του ¨Ελληνα ξερόλα 60αρη. Προχώρησα. Κι άλλα ρετιρέ παραπέρα και σε όλο τον περιφερειακό. Σ' ένα απο αυτά, λίγο πιο κάτω, ένας έφηβος σκυμμένος πάνω σε ενα τραπέζι μπαλκονιού, σαν σε απόγνωση - και μια κυρία - η μητέρα του; - να του χαϊδεύει το κεφάλι και να του μιλάει στοργικά. Στιγμές τέτοιες υπάρχουν παντού, σκέφτηκα. Από τις παράγκες στη Δυτική Αττική μέχρι τα αστικά ρετιρέ με τη θέα τον Αη-Γιώργη. Πιο κάτω περπάταγε μέσα στο δάσος ενα όμορφο κορίτσι με 2-3 σκυλιά. Περάσαμε ο ένας δίπλα απο τον άλλο. Έσκυψε το κεφάλι. Σκέφτηκα οτι οι σημερινές γυναίκες φοβούνται, φοβούνται οτι θα τους κάνεις τι? Ίσως έχουν ακούσει τόσες μπαρούφες απο καμάκηδες που πλέον απλά βαριούνται. Πιο πέρα ερημιά.

Βρέθηκα στην νοτιοανατολική πλευρά του λόφου. Έτρεχα. Μια μικρή σκουριασμένη παιδική χαρά. Το αυλάκι για το ρυάκι ακριβώς παράλληλα με την Αθηναίων Εφήβων αλλά χωρίς γεφυρούλες αυτή τη φορά. Φωνές απο το δρόμο. Με αμερικάνικη προφορά. Σούσουρο απο ένα τσούρμο. Ανάμεσα απο τα πέυκα, το πολύχρωμο τσούρμο φάνηκε στην ταράτσα ενος παλιού διόροφου σπιτιού. Κάποιο πάρτυ. Πάλι στάθηκα και κοίταξα. Δυο-τρεις κοπέλες κοίταξαν και αυτές. Για να μην μοιάζω σαν τον ανώμαλο που ξεπρόβαλε μέσα απο τα δέντρα και κοιτάει τις γκόμενες άρχισα τάχα ασκήσεις γυμναστικής. Μετά ξανάρχισα να τρέχω και βγήκα στην Αθηναίων Εφήβων. Μετά Κλεομένους, Δεινοκράτους, Δεξαμενή. Χαμός απο παιδιά που παίζαν στο ημίφως και στο θερινό σινεμά εντόνο φως απο λαμπτήρες φθορισμού και τα προσεχώς. O Pete Tong σε ταινία?

Στο μπαλκόνι μου η Αθήνα έμοιαζε ανήσυχη. Κάποια μακρινά βεγγαλικά σκάσανε κάπου προς το Μοσχάτο - χωρίς ήχο, σιωπηλά. Απο μέσα είχα βάλει να παίζει το "Μake Me Your Baby" της Barbara Lewis. Φευγαλέα μαγεία.

Αυτό το βράδυ τίποτα συνταρακτικό δε συνέβη. Κι όμως ήταν απο ένα απο αυτά τα βράδια που ονειρεύομαστε τις βραδιές του χειμώνα, και είναι στη φαντασία μας φλογερά και μυθικά, σαν να ανήκουν σε μια μακρινή θερινή εποποίια, σε μια άλλη διάσταση γεμάτη υποσχέσεις, πέρα απο το άγγιγμα μας. Όπως η ζωή μεσα στο ιδανικο ρετιρέ, ή ανάμεσα στους χαρωπούς θαμώνες του πάρτυ στην ταράτσα, ή στο σπίτι της Μελίνας στον περιφερειακό, ή μέσα στον μπλεγμένο κόσμο του εφήβου που έκλαιγε στο μπαλκόνι.

Τι ξέρω εγώ παιδίμ απο τζαζ και μπαζ!



Έτσι είπε κάποτε η αγαπημένη μου γιαγιά όταν (για να εκμαιευσω φυσικά μια τέτοια απάντηση) την ρώτησα "πως σου φαίνεται γιαγιά η τζαζ?". Και η φοβερή γιαγιά αμέσως συνεργάστηκε και μου πέταξε την ατάκα. Εκείνη τη στιγμή στο αυτί της βούιζαν τα λόγια του γιου της στη ζωντανή του εκπομπή με τζαζ στο πρωτο πρόγραμμα της ελληνικής ραδιοφωνίας. Πρέπει να ήταν τέλη της δεκαετίας του 80 και η εκπομπή ήταν αφιερωμένη σε κάποιον μουσικό της West Coast Jazz της Καλιφόρνια του 50.

Η νύχτα στην παράξενη πόλη της Χαλκίδας απλωνόταν απ' εξω απο τα ξύλινα πατζούρια, ο αέρας πήγαινε το μυαλό σε καϊκια που πάλευαν στα ανοιχτά και στην σκοτείνη άβυσσο του Ευρίπου. Και οι τρελές κορώνες των πνευστών που είχαν αμολυθεί στον αέρα δίπλα στις ακτές του Ειρηνικού μισό αιώνα πριν, τώρα ταξίδευαν σαν άτακτα παιδιά που φοράνε πολύχρωμα ρούχα και χαμογελάνε πονηρά μέσα στο δωμάτιο, εμπαίζοντας τις εικόνες της Παναγίας και των Αγίων που κοιτάζαν αγέλαστοι μέσα στο φως του καντηλιού.

Χρόνια αργότερα, το 2004, στον πάνω όροφο του Guru Bar στην Πλατεία Θεάτρου, δίπλα απο τη Βαρβάκειο Αγορά στην Αθήνα, άνοιξε ένα μικρό και όμορφο τζαζ κλαμπ. Εκεί δόθηκαν (και δίνονται) μερικές φοβερές συναυλίες, πραγματικός παράδεισος για όποιον αγαπάει αυτήν την μουσική. Σχετίστηκα πολύ με το μέρος και σχεδίασα για πολλές από αυτές τις συναυλίες τις αφίσσες. Πολλές φορές γυρνώντας σπίτι μετά απο αυτές έγραφα κάτι σαν καταγραφή τους ή έστω καταγραφή των εντυπώσεων μου απο αυτές.

Πρόσφατα ξέθαψα μια απόπειρα καταγραφής του πως είχε πάει ένα live της Jazz Upstairs Big Band την 1η Φεβρουαρίου του 2005. Έγραφα πως η μπάντα εκανε παλι το μικρό θαύμα της, αν και οι μουσικοι μετα το τελος του live γκρινιαζαν για λαθη τα οποια οπως μου ειπαν "μονο μουσικοι θα καταλαβαιναν". Έγραφα επίσης και για τον συμπαγη ηχο των πεντε πνευστων, που με την βοήθεια του καλού ηχοσυστήματος "σε ενα μικρο χωρο που αν δεν υπαρχουν πολλοι κανίβαλλοι ελληνάρες να μιλανε δυνατα τοτε πραγματικα η δυναμη και μονο του ηχου ειναι εντυπωσιακη και απολαυστικη. Ειναι σαν να τρως ενα εξαιρετικό, πρωτόγνορο φαγητό με ευγενικες γευσεις που δεν ξερεις ουτε πως λεγεται ουτε απο που ερχεται."

Ακολουθεί παρακάτω η συνέχεια αυτού του κειμένου (ομολογώ πως είναι κάπως παράξενο να βάζω σε εισαγωγικά το κείμενο μου αλλά το κάνω για να το διαχωρίσω χρονικά απο το τωρινό).

"...Αναρωτιεται ομως κανεις, η jazz που ειναι μια τοσο "κλειστή" μουσική, τι λέει σ'αυτούς που την ακούν αλλά δεν έχουν εξοικείωση μαζί της? Σε κάποια γωνιά του κλαμπ ηταν μια πολυμελης παρεα με τις γυναικες να αποτελουν την συντριπτικη πλειοψηφία. Δυο απροσδιορίστου ποιού και προελεύσεως άντρες με γεμάτο σιγουριά και ξιπασμό ύφος μάγκα και 5-6 γυναίκες, προφανως ρωσίδες η τσέχες - μάλλον βίζιτες. Τι διάολο ηρθαν να κανουν να δουνε τον μυστικισμό του Πατερέλη ενας θεος ξερει.

Καναν πολυ φασαρια, σαν η μουσική να ηταν μια συνοδεία σε καποιο σκυλαδικο η σε καποια παλια ελληνικη ταινια που οι βαριεστημένοι οι μουσικοί παιζουν μια υπόκρουση ενω βλεπουμε την Μαιρη Γώγου να ανταλλάσει κουβέντες με τον Κακαβά. Παραδιπλα μια κοπελιτσα, γνωστη μου, νομιζω ειναι ηθοποιος, και καθοταν και ακριβως μπροστα απο τα πνευστα, σε αποσταση 1 μετρου, και γκαριζε με τσιριχτη φωνη. Ακουγες το σολο σε σουρεαλιστικο συνδυασμο με την τσιριδα, σαν σε καποιο κομματι πειραματικης ατονικης μουσικής που φτιάχτηκε στα ονειρα ενος τρελου τρομπονίστα. Πηγα και της ειπα ευγενικα, να σταματησει, "ακουγεσαι πολυ!". Αυτη, εκανε οταν την πλησιασα να με φιλησει, θεωρόντας οτι πηγα εκει να τη χαιρετήσω και ενοιωσα ασχημα που της ειπα να σταματησει και εφυγα για να γυρισω στη θεση μου.

Τα παιδια που καθονταν διπλα μου με κοιταξαν με διακριτικο υφος έγκρισης και προσπαθησα να συνεχισω να ακουω. Συνεχισαν ομως οι σποραδικες τσιριδες ωδικου πτηνου απο τις βιζιτες καθως και ενίοτε και ήχος αυτάρεσκου γέλιου απο έναν απο τους δυο παλήκαρους (απο τον πιο μάτσο απο τους δυο).

Φαίνεται πως είναι γενικότερο φαινόμενο αυτό, αν πας να ακουσεις τζαζ στην ΑΘήνα. Ο κοσμος θεωρει οτι μπορει να φωναζει, να μιλαει, να τσιριζει. Επισης θεωρει οτι μετα απο ενα καλο σολο δεν ειναι και αναγκη να χειροκροτησουμε. Επισης θεωρει οτι αν καποιος απο το κοινό ακουσει προσεχτικα ενα καλο σολο και αποκτήσει ένα χαζό χαμόγελο ικανοποίησης ενώ το ακούει, τότε είναι ή περιεργος, ή εκκεντρικος, ή ψωνάρα.

Διαβαζω στο βιβλιο του πιανίστα
Jonny King "What Jazz is?" οτι ο κοσμος ακουει την τζαζ σαν κατι που δεν καταλαβαινει ακριβως, επειδη ηταν μαυρη μουσικη και δεν απέκτησε την δημοτικότητα που θα μπορουσε να είχε.

Και ενω δεν ειναι μουσικη για τους λίγους, για τους περισσοτερους η τζαζ ειναι "παράφωνη" και "κουραστική" και παραπέμπει σε εικόνες από "παλιές αμερικάνικες ταινίες".

Σε καποιο live καποτε φιλος μου που ειπε στο αυτι, ενω επαιζε ενα αργόσυρτο slow κομμάτι "ω μαλακα, τελείως μουσική για σοφτ πορνό".

Παρ'ολ'αυτα η τζαζ ειναι αυτο που είναι, δεν πρεπει να παραπεμπει σε κλισε εικόνες, ουτε καν καποιες εικόνες. Ειναι μελωδίες και τραγούδια που οι μουσικοί τα αλλάζουν σε πραγματικό χρονο. Ειναι ο αυτοσχεδιασμός, αυτό το θαυμαστό και συναρπαστικό συμβαν που βλεπουμε μπροστα στα ματια μας να τρέχει και να γεννιεται μεσα στο περασμα των δευτερολέπτων. Το σολο του μουσικου ειναι σχολιο πανω στο ρεφρεν και την μελωδια του κομματιου, και ειναι κατι προσωπικο. Οι σκεψεις του, τα συναισθηματα του, η αγωνια του εκτίθενται σε μας και στους αλλους μουσικους, και συνομιλουν με ολους μαζι. Και αυτο ειναι το θαυμαστο: συγκινητικες και συναρπαστικες μελωδίες και τραγούδια που οι μουσικοι καθε φορα τα παιρνουν και τα εμπλουτίζουν, συνομιλουν μαζι τους, δοκιμαζουν τα ορια τους, και είναι σαν να λένε χιλιοειπωμένες ιστορίες που όμως κάθε φορά μοιάζουνε με καινούριες. Πόσες φορές να έχει παιχτεί άραγε το "summertime" παγκοσμίως, από την ημέρα εκείνη που ακούστηκε στην πρεμιέρα του
Porgy and Bess? Μπορεί να έχει παιχτεί εκατομμύρια φορές, όμως σε κάθε καινούρια εκτέλεση χρωματίζεται με την ζωογόνα αίσθηση του τωρα, την χροιά των μουσικών και του κοινού τους και την εκπληξη του επομενου δευτερολέπτου.

Η τζαζ και ο αυτοσχεδιασμός ειναι επίσης σχόλιο πανω στην ιστορία - στην ιστορία της τζαζ, στο παίξιμο συγκεκριμένων γνωστών μουσικών, σε άλλες μελωδίες. Ζει σε ενα ιστορικο πλαίσιο οπως λεει και ο Jonny King. Καλως η κακως αυτο δεν το ξερουν αυτοι που δεν εχουν ασχοληθει να ακουσουν πολυ τζαζ - γιατι οταν το εχεις κανει, ολα αποκτουν ενα άλλο νόημα.
Και αυτο μου θυμίζει την μοναδική και συγκινητική performance της
Sheila Jordan πριν λιγες μερες στον ιδιο χωρο: μαζί με τον μπασίστα Cameron Brown είπαν την ιστορία της Αμερικάνικης μουσικής, απο τους ιθαγενείς μέχρι το μιούζικαλ του Broadway και το bebop και τα φολκλορ τραγούδια και το ραπ - γιατι η Sheila ράπαρε, αυτοσχεδίαζε λόγια, και ελεγε ιστοριες που της ερχονταν εκεινη τη στιγμη.

O κόσμος εκείνο το βραδυ ηταν σιωπηλος, "εκκλησία" οπως ειπε ο Μιχάλης στο μπαρ, και αναρωτιέμαι αυτο πως και εγινε? Επειδη ειχαν τυπωθει αυτα τα μικρα χαρτάκια που ελεγαν "η κυρια Jordan σαν ευχαριστει που δεν μιλατε, δεν καπνίζετε... κτλ κτλ" η επειδη αυτοι που ηρθαν ηρθαν συνειδοτοποιημενα για να ακουσουν?

Οπως και να εχει, ειναι να απορει κανεις, ακομα και οταν εχει στο μυαλο του τις πιθανες εξηγησεις : πως μια τετοια μουσικη θεωρείται μουσική περιεργων "κουλτουριάρηδων", τι ειναι αυτο που εχει που κανει τον κοσμο να μην την θεωρει αποδεκτη ως "σοβαρη" μουσική, τι ειναι αυτο που κανει τους περισσοτερους να τη θεωρουν "παραφωνη" και ενοχλητικη, τι ειναι αυτο που κανεις τους παντες να σιωπουν οταν ακουνε μια σονατα για πιανο στο Μεγαρο Μουσικης αλλα οχι οταν ακουνε ενα μουσικο να κανει ενα solo σε ενα jazz κομματι? Τι ειναι αυτο το δυσκολο να διαβαστει στο ιδιωμα της? Τι ειναι αυτο που σε κανει να κανεις καποτε κλικ και να την ακους με αλλο αυτι? Τα σολο που εχεις αποστηθισει απο καποιο αλμπουμ με στανταρτς, και πλεον σου εχουν μεινει στο μυαλο σαν ατακες απο ταινια, και θες να ακουσεις κι αλλα, κι αλλα, και τα ακους να αντηχουν σε αλλα σολο που ακους σε καποιο live?

Και τι ειναι αυτη η μοναδικη χαρα που σου δινεται οταν βρεθεις σε καποιο πραγματικα καλο live με μουσικους που ειναι ουσιώδεις, ειλικρινείς, παθιασμένοι με την μουσική που παίζουν και έτοιμοι να επικοινωνήσουν με το κοινό και τους υπόλοιπους μουσικούς δίπλα τους? "

Δυόμιση χρόνια μετά οι ίδιες σκέψεις υπάρχουν ακόμα μέσα μου. Ακόμα πιστεύω πως η τζαζ έχει κρυμμένο ένα μεγάλο μυστικό μέσα στο ιδιότροπο ιδίωμα της, το οποίο δυστυχώς έχουνε κρύψει ακόμα περισσότερο απο εμάς περιττές στρώσεις κουρασμένων (αλλά
ευκολοαντιληπτών) στερεότυπων. Η τζαζ δεν είναι ούτε βραχνοί νέγροι που παίζουν σαξόφωνο κάτω απο το ημίφως, ούτε μουσάτοι διανοούμενοι που καπνίζουν πίπα, όπως και δεν είναι ατάλαντοι, φλύαροι, ανειλικρινείς μουσικοί και το κοινό που κάνει οτι την ακούει για να καρπωθεί για δικούς του, άγνωστους λόγους κάτι απο την "ατμοσφαιρικότητα" ή το υποτιθέμενο "intellectualité" της.

Η τζαζ είναι η χαρά της ζωής, και πίσω από τα ψεύτικα τείχη που την περικλείουν βρίθει ένας απίστευτος μουσικός κήπος της Εδεμ και των χρωμάτων και μια παρέλαση από ερεθιστικές εικόνες της ανθρωπότητος όπως θα μπορούσε να είναι μετά απο 1000 χρόνια και όπως θα θέλαμε να είναι τώρα.