Δευτέρα, Ιουλίου 02, 2007

Ο έφηβος στην Αθηναίων Εφήβων



Αύτό το κείμενο γράφτηκε περίπου 2 χρόνια πριν, την 13η Ιουνίου του 2005. Το είχα σβήσει απο αυτό το blog και το ξαναδημοσιεύω πάλι παρακάτω επειδή το ανέσυρα από τα αζήτητα και με συγκίνησε. Πάντα η ανάμνηση αυτών των περασμένων στιγμών ενός απόγευματος που δε θα ξανάρθει ποτέ σε γεμίζει με νοσταλγία. Κάπου αναφέρω και την Πάρνηθα. Τι ανεκτίμητη πολυτέλεια να την κοιτάω και να ξέρω οτι είναι εκεί ανέπαφη, ολόκληρη, ζωοφόρα.

Σημερα στο Λυκαβηττό τα παγκάκια ήταν σπασμένα. Ανακάλυψα οτι υπάρχει μια μικρη υποδομή για να κυλάει ενα ρυάκι : ενα αυλάκι απο πέτρα με μικρές ξύλινες γέφυρες. Τις θυμάμαι απο παλιά τις γεφυρούλες - από εφηβικές εξορμήσεις (με άλλα λόγια κοπάνες απο το σχολείο) στο Λυκαβηττό, αλλά δεν είχα προσέξει οτι είναι φτιαγμένες πάνω απο το αυλάκι.Αποφάσισα να πάω να τρέξω γύρω στις 6 το απόγευμα. Είχα ξυριστεί (μετα από συμβίωση με μούσι για αρκετούς μήνες), είχα ντουζαριστεί, έβαλα και τα καινούρια trainers και όταν βγήκα και ανέβαινα τα σκαλάκια προς την Στρατιωτικού Συνδέσμου ένοιωσα πιο new age παρά ποτέ στη ζωή μου. Αν ήμουν σε σκηνή σε ταινία θα έπαιζε στο background το "Αs Τears Go By" της Marianne Faithfull.

Ένα ζευγάρι τουριστών είχε μόλις ξεμυτίσει απο το St. George Lycabettus και με χάρτες της Αθήνας στα χέρια ψαχνάνε που θα πάνε. Σκαρφάλωσα στα χώματα και σε λίγη ώρα ακουγα μόνο την αναπνοή μου στο χωματινό δρομάκι δίπλα στις γέφυρες.

Ψυχή τριγυρω, αραια και που μόνο 2-3 περιπάτητες με τους σκύλους τους. Ωραία ώρα - ο ήλιος πήγαινε να δύσει και τα έκανε όλα πορτοκάλι. Ακτίνες που φωσφορίζαν θερμά φώτιζαν τα δέντρα, τις πέτρες, το δρομάκι. Αρχισα ανάβαση και έφτασα στους Αγιους Ισίδωρες. Κάποιο μυστήριο ετελείτο εκει πάνω. Πήγα να μπω, και είδα μια παπαδοπινακίδα να μου λεει οτι πρεπει να ειμαι ευπρεπως ντυμενος για να "προσέλθω στο χώρο". Πήγα προς την πράσινη τέντα. Ο ήλιος στα τελευταία του, κάπου ανάμεσα στην κορυφή του Αιγάλεω και της Πάρνηθος. Πλάγιο, καθαρό, πορτοκαλί φως που έφτιαχνε σκιες και διαγράμματα, όλα ξεκάθαρα, απόλυτα, ακέραια και αιώνια. Η θάλασσα σαν να είναι μια βουτιά στον αέρα απόσταση. Η Αίγινα πυκνοκατοικημένη και τα καράβια σχίζαν τα νερά. Παρακάτω οι Φλέβες, η ακτή της Πελοποννήσου, ίσως και η Ύδρα. Τα δέντρα στον Εθνικό Κήπο σε όλες τις αποχρώσεις του πράσινου. Πιο πέρα η πράσινη τέντα. Ερείπια. Μάλλον την ανακαινίζουν. Θα κάνουν κάνα έκτρωμα όπως στο καφενείο της Δεξαμενής?

Πίσω απο την τέντα μια μικρή άγνωστη περιοχή με μια παρέα ή οικογένεια να τρώει με τα σκυλιά της κάτω απο τον γκρεμό. Απο πάνω ο απολύτος βράχος, "μοναστικός" όπως τον χαρακτήριζε ο Momus σ'ενα τραγούδι του, η "So mediterannean!" όπως τον αποκάλεσε ένας άγγλος φίλος όταν τον είχε επισκεφτεί. Στάθηκα και χάζεψα 2-3 ρετιρέ. Ένα με μια μικρή πισίνα. Αποφάσισα να ξαναρχίσω το τρέξιμο.

Έτρεξα πάνω απο τον περιφερειακό απο την πλευρά της Νεαπόλεως σε αργό ρυθμό. Στάθηκα για να δω ενα εκπληκτικο διαμέρισμα-μεζονέτα με ταράτσα-βεράντα απο πάνω. Χάζευα. Μετα είδα οτι 2 ζευγάρια απο μεσήλικες ήταν καθισμένοι σε πάγκους με μαξιλάρια και με κοίταζαν που κοίταζα. Κάναμε σαν τους σκύλους που μυρίζονται. Μετά το αλλοκοίταγμα, ένας απο αυτούς συνέχιζε να μιλάει. Είχε το υφος του ¨Ελληνα ξερόλα 60αρη. Προχώρησα. Κι άλλα ρετιρέ παραπέρα και σε όλο τον περιφερειακό. Σ' ένα απο αυτά, λίγο πιο κάτω, ένας έφηβος σκυμμένος πάνω σε ενα τραπέζι μπαλκονιού, σαν σε απόγνωση - και μια κυρία - η μητέρα του; - να του χαϊδεύει το κεφάλι και να του μιλάει στοργικά. Στιγμές τέτοιες υπάρχουν παντού, σκέφτηκα. Από τις παράγκες στη Δυτική Αττική μέχρι τα αστικά ρετιρέ με τη θέα τον Αη-Γιώργη. Πιο κάτω περπάταγε μέσα στο δάσος ενα όμορφο κορίτσι με 2-3 σκυλιά. Περάσαμε ο ένας δίπλα απο τον άλλο. Έσκυψε το κεφάλι. Σκέφτηκα οτι οι σημερινές γυναίκες φοβούνται, φοβούνται οτι θα τους κάνεις τι? Ίσως έχουν ακούσει τόσες μπαρούφες απο καμάκηδες που πλέον απλά βαριούνται. Πιο πέρα ερημιά.

Βρέθηκα στην νοτιοανατολική πλευρά του λόφου. Έτρεχα. Μια μικρή σκουριασμένη παιδική χαρά. Το αυλάκι για το ρυάκι ακριβώς παράλληλα με την Αθηναίων Εφήβων αλλά χωρίς γεφυρούλες αυτή τη φορά. Φωνές απο το δρόμο. Με αμερικάνικη προφορά. Σούσουρο απο ένα τσούρμο. Ανάμεσα απο τα πέυκα, το πολύχρωμο τσούρμο φάνηκε στην ταράτσα ενος παλιού διόροφου σπιτιού. Κάποιο πάρτυ. Πάλι στάθηκα και κοίταξα. Δυο-τρεις κοπέλες κοίταξαν και αυτές. Για να μην μοιάζω σαν τον ανώμαλο που ξεπρόβαλε μέσα απο τα δέντρα και κοιτάει τις γκόμενες άρχισα τάχα ασκήσεις γυμναστικής. Μετά ξανάρχισα να τρέχω και βγήκα στην Αθηναίων Εφήβων. Μετά Κλεομένους, Δεινοκράτους, Δεξαμενή. Χαμός απο παιδιά που παίζαν στο ημίφως και στο θερινό σινεμά εντόνο φως απο λαμπτήρες φθορισμού και τα προσεχώς. O Pete Tong σε ταινία?

Στο μπαλκόνι μου η Αθήνα έμοιαζε ανήσυχη. Κάποια μακρινά βεγγαλικά σκάσανε κάπου προς το Μοσχάτο - χωρίς ήχο, σιωπηλά. Απο μέσα είχα βάλει να παίζει το "Μake Me Your Baby" της Barbara Lewis. Φευγαλέα μαγεία.

Αυτό το βράδυ τίποτα συνταρακτικό δε συνέβη. Κι όμως ήταν απο ένα απο αυτά τα βράδια που ονειρεύομαστε τις βραδιές του χειμώνα, και είναι στη φαντασία μας φλογερά και μυθικά, σαν να ανήκουν σε μια μακρινή θερινή εποποίια, σε μια άλλη διάσταση γεμάτη υποσχέσεις, πέρα απο το άγγιγμα μας. Όπως η ζωή μεσα στο ιδανικο ρετιρέ, ή ανάμεσα στους χαρωπούς θαμώνες του πάρτυ στην ταράτσα, ή στο σπίτι της Μελίνας στον περιφερειακό, ή μέσα στον μπλεγμένο κόσμο του εφήβου που έκλαιγε στο μπαλκόνι.

0 Comments:

Δημοσίευση σχολίου

<< Home